Άδεια η πόλη το βαρόμετρο γεμάτο
στην Ασωμάτων τριγυρίζω δίχως σώμα.
Με πήρε πάλι η απουσία σου από κάτω.
όπως το χώμα τη βροχή σε θέλω ακόμα.
Άλλη αγάπη έχει ο καθένας στο μυαλό του,
σε άλλα μάτια όταν ψάχνει το είδωλό του.
Δεν είμ’ αυτός που φανταζόσουνα το ξέρω,
ένα κορμί χαμένο απόψε σου προσφέρω.
Σε μια οθόνη οι τίτλοι πέφτουνε του τέλους,
στο δρόμο βγαίνουνε οι τελευταίοι πελάτες.
Η νύχτα ενώνει λωποδύτες και αγγέλους,
στο τοίχο γράφει “είμαστε όλοι μετανάστες”
|
Άdia i póli to varómetro gemáto
stin Asomáton trigirízo díchos sóma.
Me píre páli i apusía su apó káto.
ópos to chóma ti vrochí se thélo akóma.
Άlli agápi échi o kathénas sto mialó tu,
se álla mátia ótan psáchni to idoló tu.
Den im’ aftós pu fantazósuna to kséro,
éna kormí chaméno apópse su prosféro.
Se mia othóni i títli péftune tu télus,
sto drómo vgenune i teleftei pelátes.
I níchta enóni lopodítes ke angélus,
sto ticho gráfi “imaste óli metanástes”
|