Παράδεισος και κόλασις,
φίλοι μου, δεν υπάρχει,
η φτώχεια είναι κόλαση,
παράδεισο ποιος θα ‘χει.
Ποιος πέθανε και γύρισε
στους ζωντανούς και είπε,
παράδεισο και κόλαση,
πως, μες στο χώμα, βρήκε.
Η φτώχεια είναι κόλαση,
αυτό το ξέρουμ’ όλοι,
πως ο σωστός παράδεισος
είναι το πορτοφόλι.
Ποιος πέθανε και γύρισε
στους ζωντανούς και είπε,
παράδεισο και κόλαση,
πως, μες στο χώμα, βρήκε.
Μα ‘μείς που μες στην κόλαση,
μέρα και νύχτα ζούμε
και λίγοι, τον παράδεισο,
χαίρονται και γλεντούνε.
Ποιος πέθανε και γύρισε
στους ζωντανούς και είπε,
παράδεισο και κόλαση,
πως, μες στο χώμα, βρήκε.
|
Parádisos ke kólasis,
fíli mu, den ipárchi,
i ftóchia ine kólasi,
parádiso pios tha ‘chi.
Pios péthane ke girise
stus zontanus ke ipe,
parádiso ke kólasi,
pos, mes sto chóma, vríke.
I ftóchia ine kólasi,
aftó to ksérum’ óli,
pos o sostós parádisos
ine to portofóli.
Pios péthane ke girise
stus zontanus ke ipe,
parádiso ke kólasi,
pos, mes sto chóma, vríke.
Ma ‘mis pu mes stin kólasi,
méra ke níchta zume
ke lígi, ton parádiso,
cheronte ke glentune.
Pios péthane ke girise
stus zontanus ke ipe,
parádiso ke kólasi,
pos, mes sto chóma, vríke.
|