Γιατί να γεννηθώ καλός,
μ’ αισθήματα ωραία
και να μην θέλω άνθρωπο,
ποτέ μου, να ζητήσω,
παρά να θέλω τίμια
κι ανθρώπινα να ζήσω.
Ο άνθρωπος, ο άνθρωπος
γεννιέται και δε φτιάχνεται
κι αυτός που είναι φιλότιμος,
σ’ αυτόν τον κόσμο, χάνεται.
Μα πώς ν’ αλλάξω, δεν μπορώ,
που ‘μαι έτσι γεννημένος,
κάπου το βλέπω, χάνομαι
απ’ το φιλότιμό μου,
θέλω να έχω πάντοτε
ψηλά το μέτωπό μου.
Ο άνθρωπος, ο άνθρωπος
γεννιέται και δε φτιάχνεται
κι αυτός που είναι φιλότιμος,
σ’ αυτόν τον κόσμο, χάνεται.
Δε θ’ αδικήσω άνθρωπο
κι ας μ’ έχουν αδικήσει,
κι αν κάνω σπίτια και λεφτά,
τι έχω να κερδίσω,
μήπως, σ’ ετούτη τη ζωή,
παντοτινά θα ζήσω.
Ο άνθρωπος, ο άνθρωπος
γεννιέται και δε φτιάχνεται
κι αυτός που είναι φιλότιμος,
σ’ αυτόν τον κόσμο, χάνεται.
|
Giatí na gennithó kalós,
m’ esthímata orea
ke na min thélo ánthropo,
poté mu, na zitíso,
pará na thélo tímia
ki anthrópina na zíso.
O ánthropos, o ánthropos
genniéte ke de ftiáchnete
ki aftós pu ine filótimos,
s’ aftón ton kósmo, chánete.
Ma pós n’ allákso, den boró,
pu ‘me étsi genniménos,
kápu to vlépo, chánome
ap’ to filótimó mu,
thélo na écho pántote
psilá to métopó mu.
O ánthropos, o ánthropos
genniéte ke de ftiáchnete
ki aftós pu ine filótimos,
s’ aftón ton kósmo, chánete.
De th’ adikíso ánthropo
ki as m’ échun adikísi,
ki an káno spítia ke leftá,
ti écho na kerdíso,
mípos, s’ etuti ti zoí,
pantotiná tha zíso.
O ánthropos, o ánthropos
genniéte ke de ftiáchnete
ki aftós pu ine filótimos,
s’ aftón ton kósmo, chánete.
|