Στου βοριά τα ματοκλάδια μου ‘στρωσες να κοιμηθώ
με τις πέτρες μαξιλάρια και σεντόνι τον καημό
στα θαλασσινά σου μάτια σαν καράβι τσάκισα
οι λαβωματιές κεντήσαν τ’ άσπρα μου πουκάμισα
Προσφυγάκι της καρδιάς σου με κατάντησες τρελή
και χτυπώ τον ταμπουρά μου να σου πάρω ένα φιλί
Ήσουνα το γλαροπούλι πάνω απ’ τα Εφτάνησα
σε χτυπούσαν οι βοριάδες κι όλους τους αφάνισα
μα εσύ κεχριμπαρένια την καρδούλα μου δε θες
και με το Θεό τα βάζω που δε σ’ έμαθε να κλαις
Προσφυγάκι της καρδιάς σου με κατάντησες τρελή
και χτυπώ τον ταμπουρά μου να σου πάρω ένα φιλί
|
Stu voriá ta matokládia mu ‘stroses na kimithó
me tis pétres maksilária ke sentóni ton kaimó
sta thalassiná su mátia san karávi tsákisa
i lavomatiés kentísan t’ áspra mu pukámisa
Prosfigáki tis kardiás su me katántises trelí
ke chtipó ton taburá mu na su páro éna filí
Ήsuna to glaropuli páno ap’ ta Eftánisa
se chtipusan i voriádes ki ólus tus afánisa
ma esí kechribarénia tin kardula mu de thes
ke me to Theó ta vázo pu de s’ émathe na kles
Prosfigáki tis kardiás su me katántises trelí
ke chtipó ton taburá mu na su páro éna filí
|