Λένε πως δεν είμαι ψυχικά υγιής
άστεγη η ψυχή μου, έλα να τη βρεις,
στα ερείπια μένει και σ’ αναζητά,
μα ο Θεός ξεχνιέται κι είσαι μακριά.
Λένε πως δεν θα ‘ρθεις και αμφισβητούν
“λογική”, η λέξη που όλοι υπακούν,
κι εγώ μοιάζω να ‘μαι σαν παιδί τρελό,
μη προσαρμοσμένο μες στον κόσμο αυτό.
Για πες μου απόψε, πες μου ποιο ψέμα
θα παίζουνε για πρώτο θέμα.
Για έλα απόψε, πες μου κάτι αυθεντικό,
πες μου σ’ αγαπώ, μόνο σ’ αγαπώ…
Είδα και τους άλλους, τους “κανονικούς”,
τους φυλακισμένους τους πραγματικούς,
κάθε καλοκαίρι παίρνουν παγωτό
γλείφοντας το ψέμα τους το ιδανικό.
Λιώνει στάλα στάλα, πέφτει πάνω τους,
κάνουν πως δεν βλέπουν τους λεκέδες τους.
Το χειμώνα αράζουν στη ζεστή φωλιά,
παρακολουθώντας νέα των εννιά.
|
Léne pos den ime psichiká igiís
ástegi i psichí mu, éla na ti vris,
sta eripia méni ke s’ anazitá,
ma o Theós ksechniéte ki ise makriá.
Léne pos den tha ‘rthis ke amfisvitun
“logikí”, i léksi pu óli ipakun,
ki egó miázo na ‘me san pedí treló,
mi prosarmosméno mes ston kósmo aftó.
Gia pes mu apópse, pes mu pio pséma
tha pezune gia próto théma.
Gia éla apópse, pes mu káti afthentikó,
pes mu s’ agapó, móno s’ agapó…
Ida ke tus állus, tus “kanonikus”,
tus filakisménus tus pragmatikus,
káthe kalokeri pernun pagotó
glifontas to pséma tus to idanikó.
Lióni stála stála, péfti páno tus,
kánun pos den vlépun tus lekédes tus.
To chimóna arázun sti zestí foliá,
parakoluthóntas néa ton enniá.
|