Κουρνιάζω στα κρασοπουλιά
σαν κάτι έρημα πουλιά
που ψάχνουν ν’ απαγκιάσουν
Και κρύβομαι σε μια γωνιά
σαν το ληστή σαν το φονιά
που τρέμει μην τον πιάσουν
Έλα και φέρε μου το φως
μ’ ένα φιλί στο στόμα
Η πίκρα μου ‘γινε αδερφός
και με τραβάει στο χώμα
Ούτε γυναίκα ούτε παιδί
Ούτε μιας πόρτας το κλειδί
να μπω για να γλιτώσω
Μονάχα μια πληγή βαθιά
απ’ των ματιών σου τα σπαθιά
Κι ας μ’ αγαπούσες τόσο
|
Kurniázo sta krasopuliá
san káti érima puliá
pu psáchnun n’ apagkiásun
Ke krívome se mia goniá
san to listí san to foniá
pu trémi min ton piásun
Έla ke fére mu to fos
m’ éna filí sto stóma
I píkra mu ‘gine aderfós
ke me travái sto chóma
Oíte gineka ute pedí
Oíte mias pórtas to klidí
na bo gia na glitóso
Monácha mia pligí vathiá
ap’ ton matión su ta spathiá
Ki as m’ agapuses tóso
|