Κι ύστερα από τόσα χρόνια σε συνάντησα
άνοιξα τα δυο μου χέρια και σε κράτησα.
Φώναζα απ’ τη χαρά μου σ’ αγαπώ πολύ
μου `λειψε η αγκαλιά σου κι ένα σου φιλί.
Ήσουνα ωραία σαν την άνοιξη
πόρτα μου μοιραία και ορθάνοιχτη.
Και με πήρες απ’ το χέρι ξημερώματα
γίναν ένα οι ψυχές μας και τα σώματα.
Και προτού να χωριστούμε μου `δωσες να πιω
κόκκινο φιλί στο στόμα για να σ’ αγαπώ.
Ήσουνα ωραία σαν την άνοιξη
Ύστερα άλλαξαν όλα, θαύμα έγινε
το χαμόγελο στα χείλη ήρθε κι έμεινε.
Βγήκε ελεύθερη η καρδιά μου απ’ την άβυσσο
ξαναγύρισα και πάλι στον παράδεισο.
|
Ki ístera apó tósa chrónia se sinántisa
ániksa ta dio mu chéria ke se krátisa.
Fónaza ap’ ti chará mu s’ agapó polí
mu `lipse i agkaliá su ki éna su filí.
Ήsuna orea san tin ániksi
pórta mu mirea ke orthánichti.
Ke me píres ap’ to chéri ksimerómata
ginan éna i psichés mas ke ta sómata.
Ke protu na choristume mu `doses na pio
kókkino filí sto stóma gia na s’ agapó.
Ήsuna orea san tin ániksi
Ύstera állaksan óla, thafma égine
to chamógelo sta chili írthe ki émine.
Ogíke eleftheri i kardiá mu ap’ tin ávisso
ksanagirisa ke páli ston parádiso.
|