Σε βρήκα στη Μονεμβασιά
να περπατάς μ’ αρματωσιά
και στο λαιμό μαντήλι
Να `χεις την ωχρα του καιρού
και το γαλάζιο του νερού
στα πεθαμένα χείλη
Τώρα κοιμάσαι στ’ ανοικτά
του πέλαγου με σταυρωτά
τ’ Ανάπλι και τη Μάνη
Αχ αδελφέ της ποταμιάς
του κόσμου και της ερημιάς
παιδί του Μακρυγιάννη
Φουσάτα πάνε στο Νοτιά
μα εσύ φουντώνεις τη φωτιά
στη μέση του Γενάρη
Κι από την Ύδρα ως τη Χιό
σε κυνηγάνε σαν στοιχειό
φονιάδες και κουρσάροι
Μα εσύ κοιμάσαι στ’ ανοικτά
του πέλαγου με σταυρωτά
τ’ Ανάπλι και τη Μάνη
Αχ αδελφέ της ποταμιάς
του κόσμου και της ερημιάς
παιδί του Μακρυγιάννη
|
Se vríka sti Monemvasiá
na perpatás m’ armatosiá
ke sto lemó mantíli
Na `chis tin ochra tu keru
ke to galázio tu neru
sta pethaména chili
Tóra kimáse st’ aniktá
tu pélagu me stavrotá
t’ Anápli ke ti Máni
Ach adelfé tis potamiás
tu kósmu ke tis erimiás
pedí tu Makrigiánni
Fusáta páne sto Notiá
ma esí funtónis ti fotiá
sti mési tu Genári
Ki apó tin Ύdra os ti Chió
se kinigáne san stichió
foniádes ke kursári
Ma esí kimáse st’ aniktá
tu pélagu me stavrotá
t’ Anápli ke ti Máni
Ach adelfé tis potamiás
tu kósmu ke tis erimiás
pedí tu Makrigiánni
|