Κι όλο σε ψάχνω
μες στους διαδρόμους
του μυαλού μου να σε βρω,
μάταια όμως,
είσαι διάφανη και δε σε διακρίνω.
Ξέρω, οι άνθρωποι αλλάζουν
την ώρα που πονούν.
Πως να δικάσεις,
αφού πονώ κι εγώ αυτή την ώρα.
Δε θέλω να σε κατακρίνω.
Μα σε φοβάμαι, μα σε φοβάμαι,
πόσο φοβάμαι.
Φοβάμαι, φοβάμαι.
Κι όλο σε βρίσκω
έξω απ’ την πόρτα
της καρδιάς μου να κοιτάς
και να γελάς
και να υποκρίνεσαι
πως έχεις καταλάβει.
Είσαι ωραία, έγχρωμη
σαν του ήλιου το φως
και φέγγεις τόσο
που μου καις τ’ αρνητικά
της θύμησής μου.
Αυτό το φως πως με τρομάζει.
Και σε φοβάμαι, και σε φοβάμαι
πόσο φοβάμαι.
Φοβάμαι, φοβάμαι.
|
Ki ólo se psáchno
mes stus diadrómus
tu mialu mu na se vro,
mátea ómos,
ise diáfani ke de se diakríno.
Kséro, i ánthropi allázun
tin óra pu ponun.
Pos na dikásis,
afu ponó ki egó aftí tin óra.
De thélo na se katakríno.
Ma se fováme, ma se fováme,
póso fováme.
Fováme, fováme.
Ki ólo se vrísko
ékso ap’ tin pórta
tis kardiás mu na kitás
ke na gelás
ke na ipokrínese
pos échis katalávi.
Ise orea, égchromi
san tu íliu to fos
ke féngis tóso
pu mu kes t’ arnitiká
tis thímisís mu.
Aftó to fos pos me tromázi.
Ke se fováme, ke se fováme
póso fováme.
Fováme, fováme.
|