Μιαν ανθισμένη αμυγδαλιά
στον ήλιο του χειμώνα
αξέγνοια καθρεφτίζεται
στον ήσυχο λιμνιώνα
μα ξάφνου ο κακός βοριάς
αρχίζει να φουσκώνει
κι όλα τα νέφη τ`ουρανού
από πίσω να ζυγώνει.
Χάνεται το αντιλάμψισμα
και τα νερά θολώνουν
τα σύννεφα στραταριστά
στο χώμα χαμηλώνουν.
Χτυπά ο αέρας τα κλαδιά
και τ`άνθη της σκορπίζει
και φαίνεταί σου ως πέφτουνε
αρχίζει να χιονίζει…
Το νυφικό ματώθηκε
τα χείλη εμαραθήκαν
το πέπλο και τα στέφανα
χάμε στη γης τ`αφήκαν.
|
Mian anthisméni amigdaliá
ston ílio tu chimóna
akségnia kathreftízete
ston ísicho limnióna
ma ksáfnu o kakós voriás
archízi na fuskóni
ki óla ta néfi t`uranu
apó píso na zigóni.
Chánete to antilámpsisma
ke ta nerá tholónun
ta sínnefa strataristá
sto chóma chamilónun.
Chtipá o aéras ta kladiá
ke t`ánthi tis skorpízi
ke fenete su os péftune
archízi na chionízi…
To nifikó matóthike
ta chili emarathíkan
to péplo ke ta stéfana
cháme sti gis t`afíkan.
|