Τα πουλιά που ταξιδεύουν με φτερά σπασμένα
είναι δάκρυα σε μάτια παραπονεμένα,
είναι σώματα που μείναν δίχως αγκαλιές
αναμνήσεις που γυρίζουν σε χαρές παλιές.
Τα καράβια που αρμενίζουν με πανιά σχισμένα
είναι όνειρα στο κύμα στο νερό σπαρμένα,
είναι όνειρα χαμένα άστρα στο βυθό
που δεν τρύγησαν ποτέ τους του πελάγου ανθό.
Οι σκιές στις αποβάθρες φώτα κουρασμένα
είναι άνθρωποι π’ απλώνουν χέρια λυπημένα,
ταξιδιώτες σ’ ένα τρένο δίχως μηχανή
ξεκινάνε κι όλο μένουν στην υπομονή.
|
Ta puliá pu taksidevun me fterá spasména
ine dákria se mátia paraponeména,
ine sómata pu minan díchos agkaliés
anamnísis pu girízun se charés paliés.
Ta karávia pu armenízun me paniá schisména
ine ónira sto kíma sto neró sparména,
ine ónira chaména ástra sto vithó
pu den trígisan poté tus tu pelágu anthó.
I skiés stis apováthres fóta kurasména
ine ánthropi p’ aplónun chéria lipiména,
taksidiótes s’ éna tréno díchos michaní
ksekináne ki ólo ménun stin ipomoní.
|