Νομίζεις πως, όταν φιλήσεις άλλα χείλη,
από αγάπη σου θα γίνω κάποια φίλη.
Νομίζεις πως, όταν θα φύγεις το πρωί,
δε θα υπάρχω στη δική σου τη ζωή.
Θα υπάρχω, θες δε θες,
δεν ήταν όνειρο το χθες,
ούτε κι εγώ καμιά σκιά του δειλινού.
Ήμουν μια ζεστή καρδιά
κι αν δίπλα σου δε θα `μαι πια,
θα `μαι ανάμνηση και καταχνιά στο νου.
Νομίζεις πως, όταν την πόρτα μου περάσεις,
την ιστορία μας αμέσως θα ξεχάσεις.
Νομίζεις πως, έξω στο δρόμο όταν βγεις,
από την παρουσία μου θ’ απαλλαγείς.
|
Nomízis pos, ótan filísis álla chili,
apó agápi su tha gino kápia fíli.
Nomízis pos, ótan tha fígis to pri,
de tha ipárcho sti dikí su ti zoí.
Tha ipárcho, thes de thes,
den ítan óniro to chthes,
ute ki egó kamiá skiá tu dilinu.
Ήmun mia zestí kardiá
ki an dípla su de tha `me pia,
tha `me anámnisi ke katachniá sto nu.
Nomízis pos, ótan tin pórta mu perásis,
tin istoría mas amésos tha ksechásis.
Nomízis pos, ékso sto drómo ótan vgis,
apó tin parusía mu th’ apallagis.
|