Η μοίρα τα ‘βαλε μαζί μου
και άπονα με χώρισε,
κι έκανε μαύρη τη ζωή μου,
φαρμάκι την επότισε,
φαρμάκι την επότισε.
Μες στους πονεμένους, ένας παραπάνω,
αφού θέλει η μοίρα, τι μπορώ να κάνω,
αφού θέλει η μοίρα, τι μπορώ να κάνω,
μες στους πονεμένους, ένας παραπάνω.
Τον πόνο άφησε κοντά μου
να έχω τώρα συντροφιά
και τις γλυκές σου αναμνήσεις
να έχω για παρηγοριά,
να έχω για παρηγοριά.
Μες στους πονεμένους, ένας παραπάνω,
αφού θέλει η μοίρα, τι μπορώ να κάνω,
αφού θέλει η μοίρα, τι μπορώ να κάνω,
μες στους πονεμένους, ένας παραπάνω.
|
I mira ta ‘vale mazí mu
ke ápona me chórise,
ki ékane mavri ti zoí mu,
farmáki tin epótise,
farmáki tin epótise.
Mes stus poneménus, énas parapáno,
afu théli i mira, ti boró na káno,
afu théli i mira, ti boró na káno,
mes stus poneménus, énas parapáno.
Ton póno áfise kontá mu
na écho tóra sintrofiá
ke tis glikés su anamnísis
na écho gia parigoriá,
na écho gia parigoriá.
Mes stus poneménus, énas parapáno,
afu théli i mira, ti boró na káno,
afu théli i mira, ti boró na káno,
mes stus poneménus, énas parapáno.
|