Δε θέλω πια ποτέ να σου ξαναμιλήσω
ούτε και θέλω πια στα μάτια να σε ιδώ.
Να σε ξεχάσω προσπαθώ και το πιστεύω
γιατί με πλήγωσες και πια δε σ’ αγαπώ
Τίποτα, τίποτα, τίποτα, τίποτα
δεν θέλω από σένα.
Τίποτα, τίποτα, τίποτα, τίποτα.
Να μη σε δω.
Εσύ με σκότωσες, δεν κάνεις πια για μένα.
Να σε ξεχάσω προσπαθώ.
Δε θα `ρθω πια ποτέ να σε ξαναενοχλήσω
κι ούτε της πόρτας το σκαλί σου δεν πατώ.
Είμαι από κείνα τα παιδιά που τη γυναίκα
να τη μοιράζομαι με άλλον δεν μπορώ.
Τίποτα, τίποτα, τίποτα, τίποτα
δεν θέλω από σένα.
Τίποτα, τίποτα, τίποτα, τίποτα.
Να μη σε δω.
Εσύ με σκότωσες, δεν κάνεις πια για μένα.
Να σε ξεχάσω προσπαθώ.
|
De thélo pia poté na su ksanamilíso
ute ke thélo pia sta mátia na se idó.
Na se ksecháso prospathó ke to pistevo
giatí me plígoses ke pia de s’ agapó
Típota, típota, típota, típota
den thélo apó séna.
Típota, típota, típota, típota.
Na mi se do.
Esí me skótoses, den kánis pia gia ména.
Na se ksecháso prospathó.
De tha `rtho pia poté na se ksanaenochlíso
ki ute tis pórtas to skalí su den pató.
Ime apó kina ta pediá pu ti gineka
na ti mirázome me állon den boró.
Típota, típota, típota, típota
den thélo apó séna.
Típota, típota, típota, típota.
Na mi se do.
Esí me skótoses, den kánis pia gia ména.
Na se ksecháso prospathó.
|