Χθες μεσάνυχτα και κάτι κατηφόρισα
στην μικρή την πλατεΐτσα που σε γνώρισα
Κάποιο άγαλμα που μ’ είδε με θυμήθηκε
και τον πόνο μου να ακούσει δεν αρνήθηκε
Και του μίλησα για σένα και για μένανε
και τα μάτια του βουρκώναν και όλο κλαίγανε
Του ’πα για το φέρσιμό σου και για τα άλλα σου
τα ασυγχώρητα τα λάθη τα μεγάλα σου
Κι ύστερα με πιάσαν θεέ μου κάτι κλάματα
που με βρήκανε κουρέλι τα χαράματα
Με το άγαλμα ως το δρόμο προχωρήσαμε
μου εσκούπισε τα μάτια και χωρίσαμε
|
Chthes mesánichta ke káti katifórisa
stin mikrí tin plateΐtsa pu se gnórisa
Kápio ágalma pu m’ ide me thimíthike
ke ton póno mu na akusi den arníthike
Ke tu mílisa gia séna ke gia ménane
ke ta mátia tu vurkónan ke ólo klegane
Tu ’pa gia to férsimó su ke gia ta álla su
ta asigchórita ta láthi ta megála su
Ki ístera me piásan theé mu káti klámata
pu me vríkane kuréli ta charámata
Me to ágalma os to drómo prochorísame
mu eskupise ta mátia ke chorísame
|