Βαριά με δέρνει το ανεμοβρόχι
Χαρά στον που ‘χει μια φυλακή
Για να κουρνιάσει και να ξεχάσει
Αχ τη ζωή του την άδικη
Με το γεράκι θα γίνω ταίρι
Και με τα αγρίμια σταυραδελφός
Γιατί η καρδιά μου μονάχα ξέρει
Θεριό που είναι ο άνθρωπος
Βαριά με δέρνει ανεμοζάλη
Κανείς “χαλάλι” δε μου ‘χει πει
Παντού είμαι ξένος, χαρακωμένος
Απ’ το σκοτάδι και τη σιωπή
|
Oariá me dérni to anemovróchi
Chará ston pu ‘chi mia filakí
Gia na kurniási ke na ksechási
Ach ti zoí tu tin ádiki
Me to geráki tha gino teri
Ke me ta agrímia stavradelfós
Giatí i kardiá mu monácha kséri
Therió pu ine o ánthropos
Oariá me dérni anemozáli
Kanis “chaláli” de mu ‘chi pi
Pantu ime ksénos, charakoménos
Ap’ to skotádi ke ti siopí
|