Ώρα έντεκα και κάτι,
το νυχτερινό σχολά
κει που πέρναγες, διαβάτη,
κι ήταν όλα σκοτεινά.
Άξαφνα ένα φως τα λούζει,
ξεπροβάλλουν τα παιδιά,
μάγουλα απ’ το κρύο μπούζι,
ποδαράκια σαν κλαδιά.
Ώρα έντεκα και κάτι,
τα εργατόπαιδα σχολάν.
Στάσου προσοχή, διαβάτη,
ήρωες μικροί περνάν.
Σαν φυσά το ξεροβόρι
και λυγίζουν δω κι εκεί,
άλλοι δίχως πανωφόρι,
άλλοι ακόμα νηστικοί,
αδερφάκια κουρασμένα
απ’ τη δύσκολη ζωή,
όλη μέρα βουτηγμένα
στις καπνιές και στη βουή.
Ώρα έντεκα και κάτι,
τα εργατόπαιδα σχολάν.
Στάσου προσοχή, διαβάτη,
ήρωες μικροί περνάν.
Μες στη νύχτα τώρα πάνε
στο σκοτάδι το πηχτό
τα παιδιά που πολεμάνε
για το μεροκάματο.
Χέρια βρώμικα απ’ τα λάδια,
μάτια κατακόκκινα,
αδερφάκια δίχως χάδια
με σφαγμένη την καρδιά.
Ώρα έντεκα και κάτι,
τα εργατόπαιδα σχολάν.
Στάσου προσοχή, διαβάτη,
ήρωες μικροί περνάν.
|
Ώra énteka ke káti,
to nichterinó scholá
ki pu pérnages, diaváti,
ki ítan óla skotiná.
Άksafna éna fos ta luzi,
kseprovállun ta pediá,
mágula ap’ to krío buzi,
podarákia san kladiá.
Ώra énteka ke káti,
ta ergatópeda scholán.
Stásu prosochí, diaváti,
íroes mikri pernán.
San fisá to kserovóri
ke ligizun do ki eki,
álli díchos panofóri,
álli akóma nistiki,
aderfákia kurasména
ap’ ti dískoli zoí,
óli méra vutigména
stis kapniés ke sti vuí.
Ώra énteka ke káti,
ta ergatópeda scholán.
Stásu prosochí, diaváti,
íroes mikri pernán.
Mes sti níchta tóra páne
sto skotádi to pichtó
ta pediá pu polemáne
gia to merokámato.
Chéria vrómika ap’ ta ládia,
mátia katakókkina,
aderfákia díchos chádia
me sfagméni tin kardiá.
Ώra énteka ke káti,
ta ergatópeda scholán.
Stásu prosochí, diaváti,
íroes mikri pernán.
|