Σου ‘φερα νερό στις χούφτες
για να πιεις, να ξεδιψάσεις
που ‘ναι τ’ αχείλι σου πικρό
Κι ως ξεδίψασε η καρδιά σου
βιάστηκες να προσπεράσεις
Τόση πίκρα, τόση δίψα, τόσος πόνος
κι ούτε ένα ευχαριστώ
Σου ‘φερα ψωμί και μέλι
κι ένα καθαρό σεντόνι
και τον χτύπο απ’ την καρδιά
Και δε μου `δωσες το χέρι
κι έχεις φύγει χελιδόνι
Τόση πίκρα, τόση δίψα, τόση αγάπη
και μια θάλασσα ερημιά
|
Su ‘fera neró stis chuftes
gia na piis, na ksedipsásis
pu ‘ne t’ achili su pikró
Ki os ksedípsase i kardiá su
viástikes na prosperásis
Tósi píkra, tósi dípsa, tósos pónos
ki ute éna efcharistó
Su ‘fera psomí ke méli
ki éna katharó sentóni
ke ton chtípo ap’ tin kardiá
Ke de mu `doses to chéri
ki échis fígi chelidóni
Tósi píkra, tósi dípsa, tósi agápi
ke mia thálassa erimiá
|