Απ’ τη δική μου συμφορά
ερήμωσαν οι δρόμοι
και μόνοι μέσα στα στενά
παίζουν κρυφτό οι πόνοι.
Μα στον πόνο το δικό μου
που μου τρώει την καρδιά
άλλος πόνος δε ζυγώνει
γιατί καίει σαν φωτιά.
Οι πόνοι ζευγαρώσανε
μα μόνο ο δικός μου
ταίρι δεν βρήκε πουθενά
κι έμεινε σύντροφος μου.
Γιατί στον δικό μου πόνο
που μου τρώει την καρδιά
άλλος πόνος δε ζυγώνει
γιατί καίει σαν φωτιά.
Τους πονεμένους φώναξα
για να με συντροφεύσουν
όμως κοντά μου μια στιγμή
δεν μπόρεσαν ν’ αντέξουν.
Γιατί στον δικό μου πόνο
που μου τρώει την καρδιά
άλλος πόνος δε ζυγώνει
γιατί καίει σαν φωτιά.
|
Ap’ ti dikí mu simforá
erímosan i drómi
ke móni mésa sta stená
pezun kriftó i póni.
Ma ston póno to dikó mu
pu mu trói tin kardiá
állos pónos de zigóni
giatí kei san fotiá.
I póni zevgarósane
ma móno o dikós mu
teri den vríke puthená
ki émine síntrofos mu.
Giatí ston dikó mu póno
pu mu trói tin kardiá
állos pónos de zigóni
giatí kei san fotiá.
Tus poneménus fónaksa
gia na me sintrofefsun
ómos kontá mu mia stigmí
den bóresan n’ antéksun.
Giatí ston dikó mu póno
pu mu trói tin kardiá
állos pónos de zigóni
giatí kei san fotiá.
|