Τώρα πια, είσαι στο σπίτι μου σκιά,
είσ’ ένα ράγισμα στον τοίχο.
Τώρα πια, είσαι το κλάμα του βοριά
και το παράπονο στο στίχο.
Τώρα πια, για σένα είμαι μακριά
και δε με βρίσκουνε οι δρόμοι.
Τώρα πια, δε μου αλλάζουν την καρδιά
ούτε το δάκρυ, ούτε η συγγνώμη.
Τώρα πια, είσαι ανάμνηση παλιά,
κίτρινο γράμμα στο συρτάρι.
Καινούργια έχτισα φωλιά,
καινούργια αγάπη μ’ έχει πάρει.
Τώρα πια, είσαι στο πλήθος μια ματιά,
μια υποψία στη ζωή μου.
Τώρα πια, είσαι στην πόρτα μου σκουριά,
ξερό λουλούδι στην αυλή μου.
Τώρα πια, για σένα είμαι μια φωτιά
που όσα ζήσαμε τα καίει.
Τώρα πια, κάνε το κλάμα σου βρισιά
για την καρδιά σου που τα φταίει.
|
Tóra pia, ise sto spíti mu skiá,
is’ éna rágisma ston ticho.
Tóra pia, ise to kláma tu voriá
ke to parápono sto stícho.
Tóra pia, gia séna ime makriá
ke de me vrískune i drómi.
Tóra pia, de mu allázun tin kardiá
ute to dákri, ute i singnómi.
Tóra pia, ise anámnisi paliá,
kítrino grámma sto sirtári.
Kenurgia échtisa foliá,
kenurgia agápi m’ échi pári.
Tóra pia, ise sto plíthos mia matiá,
mia ipopsía sti zoí mu.
Tóra pia, ise stin pórta mu skuriá,
kseró luludi stin avlí mu.
Tóra pia, gia séna ime mia fotiá
pu ósa zísame ta kei.
Tóra pia, káne to kláma su vrisiá
gia tin kardiá su pu ta ftei.
|