Μες στη ζωή μου πέρασα μπόρες,
φτώχεια, ορφάνια και κατοχή,
μα δε φοβήθηκα σ’ αυτές τις ώρες,
όσο φοβήθηκα τη φυλακή.
Καταραμένη φυλακή, πόρτα καταραμένη,
σε είδα, σε δοκίμασα, που να ‘σαι ξορκισμένη.
Σαν πέσεις μέσα σε απαρνιούνται
γνωστοί και φίλοι και συγγενείς
κι ό,τι κι αν έκανες, γι’ αυτούς, ξεχνιούνται
και δε ρωτάνε, πεθαίνεις, ζεις.
Καταραμένη φυλακή, πόρτα καταραμένη,
σε είδα, σε δοκίμασα, που να ‘σαι ξορκισμένη.
Κι εγώ δεν ήθελα τέτοιες παρτίδες,
αλλά ας όψεται κάποια ψυχή
και τώρα βγαίνω πια, όλο ρυτίδες,
να περπατήσω μες στη ζωή.
Καταραμένη φυλακή, πόρτα καταραμένη,
σε είδα, σε δοκίμασα, που να ‘σαι ξορκισμένη.
|
Mes sti zoí mu pérasa bóres,
ftóchia, orfánia ke katochí,
ma de fovíthika s’ aftés tis óres,
óso fovíthika ti filakí.
Kataraméni filakí, pórta kataraméni,
se ida, se dokímasa, pu na ‘se ksorkisméni.
San pésis mésa se aparniunte
gnosti ke fíli ke singenis
ki ó,ti ki an ékanes, gi’ aftus, ksechniunte
ke de rotáne, pethenis, zis.
Kataraméni filakí, pórta kataraméni,
se ida, se dokímasa, pu na ‘se ksorkisméni.
Ki egó den íthela téties partídes,
allá as ópsete kápia psichí
ke tóra vgeno pia, ólo ritídes,
na perpatíso mes sti zoí.
Kataraméni filakí, pórta kataraméni,
se ida, se dokímasa, pu na ‘se ksorkisméni.
|