Η μεγάλη στενοχώρια
πέστε μου πώς θα σβηστεί,
αφού θέλω να μεθύσω
και τον πόνο μου να πνίξω,
μα στην τσέπη δεν υπάρχει
μια δεκάρα τσακιστή.
Άδεια καρδιά κι άδειο ποτήρι,
μαύρη ζωή για τον μπεκρή,
μαύρη ζωή για τον μπατίρη.
Ήθελα να πιω κι απόψε
για ένα ντέρτι μου παλιό,
αλλά πώς να πας στον πάγκο
αφού δεν υπάρχει φράγκο
και μου φαίνεται, δε δίνει
βερεσέ, το καπηλειό.
Άδεια καρδιά κι άδειο ποτήρι,
μαύρη ζωή για τον μπεκρή,
μαύρη ζωή για τον μπατίρη.
Ξέχασέ τηνε, καρδιά μου
γιατί, άκρη δε θα βρεις,
εκείνη πήγε μ’ έναν άλλο
κι είναι το κακό μεγάλο,
κλάψε τώρα και με δάκρυ
θα μεθύσεις όταν πιεις.
Άδεια καρδιά κι άδειο ποτήρι,
μαύρη ζωή για τον μπεκρή,
μαύρη ζωή για τον μπατίρη.
|
I megáli stenochória
péste mu pós tha svisti,
afu thélo na methíso
ke ton póno mu na pníkso,
ma stin tsépi den ipárchi
mia dekára tsakistí.
Άdia kardiá ki ádio potíri,
mavri zoí gia ton bekrí,
mavri zoí gia ton batíri.
Ήthela na pio ki apópse
gia éna ntérti mu palió,
allá pós na pas ston págko
afu den ipárchi frágko
ke mu fenete, de díni
veresé, to kapilió.
Άdia kardiá ki ádio potíri,
mavri zoí gia ton bekrí,
mavri zoí gia ton batíri.
Kséchasé tine, kardiá mu
giatí, ákri de tha vris,
ekini píge m’ énan állo
ki ine to kakó megálo,
klápse tóra ke me dákri
tha methísis ótan piis.
Άdia kardiá ki ádio potíri,
mavri zoí gia ton bekrí,
mavri zoí gia ton batíri.
|