Βρήκα στα χέρια σου ψωμί
κι ένα μαχαίρι κοφτερό,
παίρνω και κόβω τον καημό,
μαζί σου να τον μοιραστώ.
Την ώρα που ματώνεται
στο δειλινό η καρδιά σου,
με λουλούδια κόκκινα
στολίζω τα μαλλιά σου,
με λουλούδια κόκκινα
στολίζω τα μαλλιά σου.
Βρήκα στα χείλη σου φιλιά,
δάκρυ στα μάτια σου καυτό,
πίνω το δάκρυ και ζητώ
τον πόνο σου να μοιραστώ.
Την ώρα που ματώνεται
στο δειλινό η καρδιά σου,
με λουλούδια κόκκινα
στολίζω τα μαλλιά σου,
με λουλούδια κόκκινα
στολίζω τα μαλλιά σου.
|
Oríka sta chéria su psomí
ki éna macheri kofteró,
perno ke kóvo ton kaimó,
mazí su na ton mirastó.
Tin óra pu matónete
sto dilinó i kardiá su,
me luludia kókkina
stolízo ta malliá su,
me luludia kókkina
stolízo ta malliá su.
Oríka sta chili su filiá,
dákri sta mátia su kaftó,
píno to dákri ke zitó
ton póno su na mirastó.
Tin óra pu matónete
sto dilinó i kardiá su,
me luludia kókkina
stolízo ta malliá su,
me luludia kókkina
stolízo ta malliá su.
|