Γιατί ρωτάτε, φίλοι μου
που δε γελούν τα χείλη μου
κι ανθρώπου δεν μιλάνε,
αφού, φωτιά μ’ ανάψανε
κι οι φλόγες μου τα κάψανε,
πώς να χαμογελάνε.
Απ’ την παρέα, σβήστε με
και μόνο μου, αφήστε με,
στον πόνο μου να λιώνω,
δε θέλω, άλλος να πονά
με τον δικό μου πόνο.
Εγώ, παρέα τώρα πια
θα ‘χω μονάχα τη φωτιά
που καίει κι ας με κάψει
και μια ανάμνηση πικρή
από μιαν άπιστη μικρή,
που μου την έχει ανάψει.
Απ’ την παρέα, σβήστε με
και μόνο μου, αφήστε με,
στον πόνο μου να λιώνω,
δε θέλω, άλλος να πονά
με τον δικό μου πόνο.
|
Giatí rotáte, fíli mu
pu de gelun ta chili mu
ki anthrópu den miláne,
afu, fotiá m’ anápsane
ki i flóges mu ta kápsane,
pós na chamogeláne.
Ap’ tin paréa, svíste me
ke móno mu, afíste me,
ston póno mu na lióno,
de thélo, állos na poná
me ton dikó mu póno.
Egó, paréa tóra pia
tha ‘cho monácha ti fotiá
pu kei ki as me kápsi
ke mia anámnisi pikrí
apó mian ápisti mikrí,
pu mu tin échi anápsi.
Ap’ tin paréa, svíste me
ke móno mu, afíste me,
ston póno mu na lióno,
de thélo, állos na poná
me ton dikó mu póno.
|