Μου ‘στείλες πίσω το δαχτυλίδι
με τ’ όνομά σου και μια καρδιά,
σ’ το είχα στείλει για τη γιορτή σου
μα εσύ τ’ αρνήθηκες μ’ απανθρωπιά.
Με περιφρόνησες και με ταπείνωσες
το ευγενικό μου δώρο να μη δεχτείς,
σ’ ευχαριστώ, αγάπη μου, και μια ευχή σου δίνω,
χρονιά πολλά, να `σαι καλά κι εγώ φαρμάκι ας πίνω.
Μου ‘στείλες πίσω το δαχτυλίδι
κι ένα “συγγνώμη” χωρίς να πεις,
με τέτοιο μισός και με κακία,
δε φανταζόμουνα να μου φερθείς.
Με περιφρόνησες και με ταπείνωσες
το ευγενικό μου δώρο να μη δεχτείς,
σ’ ευχαριστώ, αγάπη μου, και μια ευχή σου δίνω,
χρονιά πολλά, να `σαι καλά κι εγώ φαρμάκι ας πίνω.
|
Mu ‘stiles píso to dachtilídi
me t’ ónomá su ke mia kardiá,
s’ to icha stili gia ti giortí su
ma esí t’ arníthikes m’ apanthropiá.
Me perifrónises ke me tapinoses
to evgenikó mu dóro na mi dechtis,
s’ efcharistó, agápi mu, ke mia efchí su díno,
chroniá pollá, na `se kalá ki egó farmáki as píno.
Mu ‘stiles píso to dachtilídi
ki éna “singnómi” chorís na pis,
me tétio misós ke me kakía,
de fantazómuna na mu ferthis.
Me perifrónises ke me tapinoses
to evgenikó mu dóro na mi dechtis,
s’ efcharistó, agápi mu, ke mia efchí su díno,
chroniá pollá, na `se kalá ki egó farmáki as píno.
|