Ήρθ’ η ώρα, σου το λέω,
δεν σ’ αντέχω άλλο πια,
τόσα χρόνια, τη ζωή μου,
μου ‘χεις κάνει Γολγοθά.
Φύγε τώρα από κοντά μου,
μου θολώνεις το μυαλό,
φύγε κι απ’ τα όνειρά μου
και να μη σε ξαναειδώ,
φύγε κι απ’ τα όνειρά μου
και να μη σε ξαναειδώ.
Όλα σου τα είχα δώσει,
άλλο πια δε σε κρατώ,
την καρδιά μου έχεις πληγώσει
κι ήταν το “ευχαριστώ”.
Φύγε τώρα από κοντά μου,
μου θολώνεις το μυαλό,
φύγε κι απ’ τα όνειρά μου
και να μη σε ξαναειδώ,
φύγε κι απ’ τα όνειρά μου
και να μη σε ξαναειδώ.
Και να μη σε ξαναειδώ.
|
Ήrth’ i óra, su to léo,
den s’ antécho állo pia,
tósa chrónia, ti zoí mu,
mu ‘chis káni Golgothá.
Fíge tóra apó kontá mu,
mu tholónis to mialó,
fíge ki ap’ ta ónirá mu
ke na mi se ksanaidó,
fíge ki ap’ ta ónirá mu
ke na mi se ksanaidó.
Όla su ta icha dósi,
állo pia de se krató,
tin kardiá mu échis pligósi
ki ítan to “efcharistó”.
Fíge tóra apó kontá mu,
mu tholónis to mialó,
fíge ki ap’ ta ónirá mu
ke na mi se ksanaidó,
fíge ki ap’ ta ónirá mu
ke na mi se ksanaidó.
Ke na mi se ksanaidó.
|