Απόψε η νύχτα μου φαίνεται θλιμμένη
και ένα βάρος μου σκεπάζει την καρδιά,
έφυγε η αγάπη μου, πια δε με περιμένει
όπως περίμενε παλιά, κάθε βραδιά.
Η μέρα φεύγει, τι γρήγορα νυχτώνει,
μα δεν ξημερώνει, μα δεν ξημερώνει.
Όλα, στη σκέψη μου απόψε, τριγυρνάνε,
γλέντια, ξενύχτια, όρκοι, χάδια και φιλιά,
και όλα αυτά, σαν τα θυμάμαι, τυραννάνε
την πληγωμένη, τη φτωχή μου την καρδιά.
Η μέρα φεύγει, τι γρήγορα νυχτώνει,
μα δεν ξημερώνει, μα δεν ξημερώνει.
Γλυκιά μου αγάπη, γλυκιά παρηγοριά μου,
με την ανάμνηση θα ζήσω μοναχός,
θα `σαι στη σκέψη μου, θα είσαι στην καρδιά μου,
μα θα `μαι μονος μέσ’ στον κόσμο, δυστυχώς.
Η μέρα φεύγει, τι γρήγορα νυχτώνει,
μα δεν ξημερώνει, μα δεν ξημερώνει.
|
Apópse i níchta mu fenete thlimméni
ke éna város mu skepázi tin kardiá,
éfige i agápi mu, pia de me periméni
ópos perímene paliá, káthe vradiá.
I méra fevgi, ti grígora nichtóni,
ma den ksimeróni, ma den ksimeróni.
Όla, sti sképsi mu apópse, trigirnáne,
gléntia, kseníchtia, órki, chádia ke filiá,
ke óla aftá, san ta thimáme, tirannáne
tin pligoméni, ti ftochí mu tin kardiá.
I méra fevgi, ti grígora nichtóni,
ma den ksimeróni, ma den ksimeróni.
Glikiá mu agápi, glikiá parigoriá mu,
me tin anámnisi tha zíso monachós,
tha `se sti sképsi mu, tha ise stin kardiá mu,
ma tha `me monos més’ ston kósmo, distichós.
I méra fevgi, ti grígora nichtóni,
ma den ksimeróni, ma den ksimeróni.
|