Μες στον αγώνα της ζωής,
φτωχός και βιοπαλαιστής,
δεν τρέχ’ ο δόλιος για τίποτ’ άλλο,
μόνο το ψωμάκι μου να βγάλω.
Μα δε βαριέσαι τι θα τα κάνουν
κι αυτοί που τα ‘χουν μια μέρα θα πεθάνουν.
Με τυραννάς από μικρό,
να σε παλέψω δεν μπορώ,
ζωή κακούργα και τιποτένια,
μονάχα πίκρες είσαι και έννοια.
Μα δε βαριέσαι τι θα τα κάνουν
κι αυτοί που τα ‘χουν κι αυτοί θε να πεθάνουν.
Σε τέτοιο δρόμο αγκαθωτό
είναι γραφτό να περπατώ,
μα κι αν η μοίρα με χτυπάει,
μου φτάνει εκείνη που μ’ αγαπάει.
Μα δε βαριέσαι τι θα τα κάνουν
κι αυτοί που τα ‘χουν μια μέρα θα πεθάνουν.
|
Mes ston agóna tis zoís,
ftochós ke viopalestís,
den tréch’ o dólios gia típot’ állo,
móno to psomáki mu na vgálo.
Ma de variése ti tha ta kánun
ki afti pu ta ‘chun mia méra tha pethánun.
Me tirannás apó mikró,
na se palépso den boró,
zoí kakurga ke tipoténia,
monácha píkres ise ke énnia.
Ma de variése ti tha ta kánun
ki afti pu ta ‘chun ki afti the na pethánun.
Se tétio drómo agkathotó
ine graftó na perpató,
ma ki an i mira me chtipái,
mu ftáni ekini pu m’ agapái.
Ma de variése ti tha ta kánun
ki afti pu ta ‘chun mia méra tha pethánun.
|