Σε θυμάμαι να με παίρνεις αγκαλιά
και να τρέμει σαν το φύλλο το κορμί μου,
και τις νύχτες που σωπαίνουν τα πουλιά
στάλα στάλα να σου δίνω τη ζωή μου.
Σε θυμάμαι,
σε θυμάμαι, ναι, σε θυμάμαι
να μου λες “για σένα ζω, δική σου θα ’μαι”.
Σε θυμάμαι και πεθαίνω από ζήλια
με τη σκέψη πως φιλάς
με τη σκέψη πως φιλάς
δυο ξένα χείλια.
Σε θυμάμαι,
σε θυμάμαι, ναι, σε θυμάμαι.
Σε θυμάμαι να μου λες πως μ’ αγαπάς
και το αίμα μες στις φλέβες μου παγώνει.
Κι όσο νιώθω κάποιον άλλον πως φιλάς
η ζωή μου λίγο λίγο τελειώνει.
|
Se thimáme na me pernis agkaliá
ke na trémi san to fíllo to kormí mu,
ke tis níchtes pu sopenun ta puliá
stála stála na su díno ti zoí mu.
Se thimáme,
se thimáme, ne, se thimáme
na mu les “gia séna zo, dikí su tha ’me”.
Se thimáme ke petheno apó zília
me ti sképsi pos filás
me ti sképsi pos filás
dio kséna chilia.
Se thimáme,
se thimáme, ne, se thimáme.
Se thimáme na mu les pos m’ agapás
ke to ema mes stis fléves mu pagóni.
Ki óso niótho kápion állon pos filás
i zoí mu lígo lígo telióni.
|