Το βράδυ αυτό θα πάω να δω μια συναυλία,
θα κάτσω πίσω πίσω να κοιτάω
και θα χαθώ πίσω απ΄τα χέρια που σηκώνονται
και στις φωνές που απλώνονται.
Θ’ ανάψω πάνω στο ρεφραίν ένα τσιγάρο
και τη στιγμή που θα ξεσπάσει θα δακρύσω
κι όταν τυχαία ο διπλανός θα με κοιτάξει
σκυφτά θα πω «τι μ’ έχει πιάσει;».
Οι δρόμου άδειασαν,
όλοι βουλιάζουν στων σπιτιών τις πολυθρόνες,
παίζουν στα γόνατα τετράγωνες οθόνες.
Oι νύχτες άλλαξαν,
οι φίλοι έχουν μια χαρά που δεν αντέχω
κι εσύ εíσ’ αυτό που αναπολώ και πια δεν έχω.
Κάθε φορά που με τραβούν βαθιά στο χώμα
μια σπίθα κάτω από τα πόδια μου χορεύει.
Έτσι απλά, όσο η ζωή τους σιγοκαίγεται,
το πάθος μου θα φλέγεται.
|
To vrádi aftó tha páo na do mia sinavlía,
tha kátso píso píso na kitáo
ke tha chathó píso ap΄ta chéria pu sikónonte
ke stis fonés pu aplónonte.
Th’ anápso páno sto refren éna tsigáro
ke ti stigmí pu tha ksespási tha dakríso
ki ótan tichea o diplanós tha me kitáksi
skiftá tha po «ti m’ échi piási;».
I drómu ádiasan,
óli vuliázun ston spitión tis polithrónes,
pezun sta gónata tetrágones othónes.
I níchtes állaksan,
i fíli échun mia chará pu den antécho
ki esí eís’ aftó pu anapoló ke pia den écho.
Káthe forá pu me travun vathiá sto chóma
mia spítha káto apó ta pódia mu chorevi.
Έtsi aplá, óso i zoí tus sigokegete,
to páthos mu tha flégete.
|