Ας ξημερώσει η βραδιά, αυτή η γκρίζα και βαριά,
που τ’ άστρα χάθηκαν, μαζί και το φεγγάρι,
γιατί έχεις φύγει μακριά κι έμειν’ ο πόνος στην καρδιά,
που κάποιος άλλος, από `μέ, σε έχει πάρει.
Ας ξημερώσει η βραδιά, ίσως να βρει παρηγοριά
η πονεμένη μου ψυχή, να σε ξεχάσει,
ο τρόπος που `φυγες μακριά, μου `χει πληγώσει την καρδιά
και κάθε ελπίδα πια, για `σέ, την έχω χάσει.
Ας ξημερώσει η βραδιά, αυτή η γκρίζα και βαριά,
το γλυκοχάραμα, την γη, να αγκαλιάσει,
μ’ ένα παράπονο πικρό, αντίο μόνο, θα σου πω
κι όπως με ξέχασες, θα σ’ έχω πια ξεχάσει.
|
As ksimerósi i vradiá, aftí i gkríza ke variá,
pu t’ ástra cháthikan, mazí ke to fengári,
giatí échis fígi makriá ki émin’ o pónos stin kardiá,
pu kápios állos, apó `mé, se échi pári.
As ksimerósi i vradiá, ísos na vri parigoriá
i poneméni mu psichí, na se ksechási,
o trópos pu `figes makriá, mu `chi pligósi tin kardiá
ke káthe elpída pia, gia `sé, tin écho chási.
As ksimerósi i vradiá, aftí i gkríza ke variá,
to glikochárama, tin gi, na agkaliási,
m’ éna parápono pikró, antío móno, tha su po
ki ópos me kséchases, tha s’ écho pia ksechási.
|