Το παλληκάρι που `σβησε
κανείς δε συλλογιέται,
αδέλφια, φίλοι και γνωστοί
κι αυτή που θα `μενε πιστή,
μόνο η μάνα έρχεται
στο μνήμα και χτυπιέται.
Μια φωτογραφία μένει
στο σταυρό, κιτρινισμένη.
Περνούν τα χρόνια κι έρχονται
χειμώνες, καλοκαίρια,
στο στόμα απόμεινε η ψυχή,
όμως, με χιόνια και βροχή,
το καντηλάκι ανάβουνε
τα δυο φτωχά της χέρια.
Μια φωτογραφία μένει
στο σταυρό, κιτρινισμένη.
Κι ένα θλιμμένο δειλινό
η πλάκα του τραβιέται,
πέθανε κι εκείνη που πονά,
το μνήμα άνοιξε ξανά
για να δεχτεί τη μάνα του
που παύει να χτυπιέται.
|
To pallikári pu `svise
kanis de sillogiéte,
adélfia, fíli ke gnosti
ki aftí pu tha `mene pistí,
móno i mána érchete
sto mníma ke chtipiéte.
Mia fotografía méni
sto stavró, kitrinisméni.
Pernun ta chrónia ki érchonte
chimónes, kalokeria,
sto stóma apómine i psichí,
ómos, me chiónia ke vrochí,
to kantiláki anávune
ta dio ftochá tis chéria.
Mia fotografía méni
sto stavró, kitrinisméni.
Ki éna thlimméno dilinó
i pláka tu traviéte,
péthane ki ekini pu poná,
to mníma ánikse ksaná
gia na dechti ti mána tu
pu pafi na chtipiéte.
|