Το παραδέχομαι πως ένα σφάλμα έκανα,
το παραδέχομαι, να υποφέρεις σ’ έκανα,
πως είμαι ένοχος, δε σου τ’ αρνιέμαι,
όμως, αγάπη μου, παραπονιέμαι.
Αφού, πικρά μετάνιωσα
και την καρδιά μου μάλωσα, γιατί σ’ έχω πικράνει,
εσύ, δε με συμπόνεσες και ούτε με συγχώρησες
γι’ αυτό που έχω κάνει.
Το παραδέχομαι, ήταν βαρύ το λάθος μου,
το παραδέχομαι, με γέλασε το πάθος μου,
με παρασύρανε δυο χείλη ξένα,
μα τιμωρήθηκα, ήρθα σ’ εσένα.
Ζητιάνος, στο κατώφλι σου,
γυρεύω τη συγγνώμη σου, θέλω να με πιστέψεις,
τα σφάλματά μου τα ‘νιωσα κι αν έφταιξα, μετάνιωσα,
άλλο μη με παιδέψεις.
|
To paradéchome pos éna sfálma ékana,
to paradéchome, na ipoféris s’ ékana,
pos ime énochos, de su t’ arniéme,
ómos, agápi mu, paraponiéme.
Afu, pikrá metániosa
ke tin kardiá mu málosa, giatí s’ écho pikráni,
esí, de me sibóneses ke ute me sigchórises
gi’ aftó pu écho káni.
To paradéchome, ítan varí to láthos mu,
to paradéchome, me gélase to páthos mu,
me parasírane dio chili kséna,
ma timoríthika, írtha s’ eséna.
Zitiános, sto katófli su,
girevo ti singnómi su, thélo na me pistépsis,
ta sfálmatá mu ta ‘niosa ki an éfteksa, metániosa,
állo mi me pedépsis.
|