Δεν έτυχε, σκληρή, να αγαπήσεις,
να νιώσεις λίγους κτύπους στην καρδιά,
δεν έτυχε συμπόνια να ζητήσεις
και κάποιος να σε διώχνει μ’ απονιά.
Θαμπώθηκες κι εσύ σαν τόσες άλλες,
αρχόντισσες μεγάλες και τρανές,
που σκόρπισαν στο διάβα τους λαχτάρες,
μα στο φινάλε μείναν ορφανές.
Γι’ αυτό κι εσύ, τρελή γαλανομάτα,
με τις αγάπες, τώρα, τις πολλές,
στοχάσου πως δε θα ‘χεις πάντα νιάτα
και νιώσε τις μποέμικες καρδιές.
|
Den étiche, sklirí, na agapísis,
na niósis lígus ktípus stin kardiá,
den étiche sibónia na zitísis
ke kápios na se dióchni m’ aponiá.
Thabóthikes ki esí san tóses álles,
archóntisses megáles ke tranés,
pu skórpisan sto diáva tus lachtáres,
ma sto finále minan orfanés.
Gi’ aftó ki esí, trelí galanomáta,
me tis agápes, tóra, tis pollés,
stochásu pos de tha ‘chis pánta niáta
ke nióse tis boémikes kardiés.
|