Πόσο σ’ αγαπώ, τζιβαέρι μου,
άσπρο κορδελάκι θα κλέψω
για να δέσω το καλοκαίρι μου
και χαντρούλες να σ’ το φιλέψω.
Στην αυλή ξεραίνονται σύκα,
η βανίλια δεν έχει γλύκα,
στείλε το δικό σου σερμπέτι
με τον πιο πιστό υπηρέτη σου.
Απ’ το κεντητό πασουμάκι σου
βγαίνει η αχτίδα το βράδυ
και πάνω στο ροζ το νυχάκι σου,
κάνει βόλτες μέσ’ στο σκοτάδι.
Νύχτες δίχως ύπνο τις νιώθω,
μέρες με γεμίζουνε πόθο
και ο ναργιλές δε σε φτάνει
να σε φέρει ως το ντιβάνι μου.
Με το φιλντισένιο καράβι μου,
φτάνω στο μικρό σου λιμάνι
και σ’ ανοζητάνε οι σκλάβοι μου
και τού λιμανιού οι ζητιάνοι.
Τους πληρώνω όλους με γρόσια
και τους εξορκίζω στα όσια
να σε βρουν πού είσαι κρυμμένη,
γλυκό · πικρό · αγαπημένη μου.
Πόσο σ’ αγαπώ, τζιβαέρι μου,
άσπρο κορδελάκι θα κλέψω
για να δέσω το καλοκαίρι μου
και χαντρούλες να στο φιλέψω.
Πόσο σ’ αγαπώ, τζιβαέρι μου…
Πόσο σ’ αγαπώ, τζιβαέρι μου
|
Póso s’ agapó, tzivaéri mu,
áspro kordeláki tha klépso
gia na déso to kalokeri mu
ke chantrules na s’ to filépso.
Stin avlí kserenonte síka,
i vanília den échi glíka,
stile to dikó su serbéti
me ton pio pistó ipiréti su.
Ap’ to kentitó pasumáki su
vgeni i achtída to vrádi
ke páno sto roz to nicháki su,
káni vóltes més’ sto skotádi.
Níchtes díchos ípno tis niótho,
méres me gemízune pótho
ke o nargilés de se ftáni
na se féri os to ntiváni mu.
Me to filntisénio karávi mu,
ftáno sto mikró su limáni
ke s’ anozitáne i sklávi mu
ke tu limaniu i zitiáni.
Tus pliróno ólus me grósia
ke tus eksorkízo sta ósia
na se vrun pu ise krimméni,
glikó · pikró · agapiméni mu.
Póso s’ agapó, tzivaéri mu,
áspro kordeláki tha klépso
gia na déso to kalokeri mu
ke chantrules na sto filépso.
Póso s’ agapó, tzivaéri mu…
Póso s’ agapó, tzivaéri mu
|