Χρόνια τα μαύρα τα φορεί η μάνα η καημένη
απ’ του παιδιού της τον χαμό
μεγάλο έβαλε καημό και κλαίει λυπημένη.
Είχε κι αυτή ένα παιδί
που θα ‘ταν παλικάρι
μα ήταν της μοίρας της γραφτό
ο Χάρος να το πάρει.
Βλέπει του κόσμου τα παιδιά
που είναι παλληκάρια
μα το δικό της το παιδί
το σκέπασε η μαύρη γη
και φύτρωσαν χορτάρια.
Είχε κι αυτή ένα παιδί
που θα ‘ταν παλικάρι
μα ήταν της μοίρας της γραφτό
ο Χάρος να το πάρει.
Έρημη μόνη στην ζωή
κλαίει την συμφορά της
κλαίει το δόλιο της παιδί
που λιώνει μες στην μαύρη γη
και καίγεται η καρδιά της.
|
Chrónia ta mavra ta fori i mána i kaiméni
ap’ tu pediu tis ton chamó
megálo évale kaimó ke klei lipiméni.
Iche ki aftí éna pedí
pu tha ‘tan palikári
ma ítan tis miras tis graftó
o Cháros na to pári.
Olépi tu kósmu ta pediá
pu ine pallikária
ma to dikó tis to pedí
to sképase i mavri gi
ke fítrosan chortária.
Iche ki aftí éna pedí
pu tha ‘tan palikári
ma ítan tis miras tis graftó
o Cháros na to pári.
Έrimi móni stin zoí
klei tin simforá tis
klei to dólio tis pedí
pu lióni mes stin mavri gi
ke kegete i kardiá tis.
|