Αρνιέμαι αρνιέμαι αρνιέμαι
οι άλλοι να βαστάνε τα σκοινιά
αρνιέμαι να με κάνουν ό,τι θένε
αρνιέμαι να πνιγώ στην καταχνιά.
Αρνιέμαι αρνιέμαι αρνιέμαι
να είσαι συ και να μην είμαι εγώ
που τη δική μου μοίρα διαφεντεύεις
με τη δική μου γη και το νερό.
Αρνιέμαι αρνιέμαι αρνιέμαι
να βλέπω πια το δρόμο μου κλειστό
αρνιέμαι να ‘χω σκέψη που σωπαίνει
να περιμένει μάταια τον καιρό.
|
Arniéme arniéme arniéme
i álli na vastáne ta skiniá
arniéme na me kánun ó,ti théne
arniéme na pnigó stin katachniá.
Arniéme arniéme arniéme
na ise si ke na min ime egó
pu ti dikí mu mira diafentevis
me ti dikí mu gi ke to neró.
Arniéme arniéme arniéme
na vlépo pia to drómo mu klistó
arniéme na ‘cho sképsi pu sopeni
na periméni mátea ton keró.
|