Εσύ που βλέπεις να πεθαίνω στην αγάπη σου
και υποκρίνεσαι πως τάχα με λυπάσαι
δώσ’ τη συμπόνια σου αλλού, δεν τη χρειάζομαι,
εγώ αγάπη σου ζητώ, να το θυμάσαι.
Είμ’ ένα χαρτί καμένο
τώρα μες στα χέρια σου.
Το παιχνίδι είναι χαμένο,
τίποτα δεν περιμένω,
μόνο τα μαχαίρια σου.
Εσύ που πήρες το χαμόγελο απ’ τα χείλη μου
την απονιά σου μοναχά μου ’χεις αφήσει.
Κι από ατσάλι αν μπορούσα να γινόμουνα,
η αχαριστία σου αυτή θα με λυγίσει.
Είμ’ ένα χαρτί καμένο
τώρα μες στα χέρια σου.
Το παιχνίδι είναι χαμένο,
τίποτα δεν περιμένω,
μόνο τα μαχαίρια σου.
|
Esí pu vlépis na petheno stin agápi su
ke ipokrínese pos tácha me lipáse
dós’ ti sibónia su allu, den ti chriázome,
egó agápi su zitó, na to thimáse.
Im’ éna chartí kaméno
tóra mes sta chéria su.
To pechnídi ine chaméno,
típota den periméno,
móno ta macheria su.
Esí pu píres to chamógelo ap’ ta chili mu
tin aponiá su monachá mu ’chis afísi.
Ki apó atsáli an borusa na ginómuna,
i acharistía su aftí tha me ligisi.
Im’ éna chartí kaméno
tóra mes sta chéria su.
To pechnídi ine chaméno,
típota den periméno,
móno ta macheria su.
|