Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας
ονόματα πρωτάκουστα.
Καινούργιους τόπους,
καινούργιες τρέλες των ανθρώπων
ή των θεών.
Η μοίρα μου που κυματίζει
ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
και μιαν άλλη Σαλαμίνα,
μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι.
Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα στα σαγόνια της θάλασσας,
στα σαγόνια της γης. Τόσες ψυχές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα, για μια νεφέλη,
μιας πεταλούδας τίναγμα, το πούπουλο ενός κύκνου,
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.
|
Έzisa ti zoí mu akugontas
onómata protákusta.
Kenurgius tópus,
kenurgies tréles ton anthrópon
í ton theón.
I mira mu pu kimatízi
anámesa sto sternó spathí enós Eanta
ke mian álli Salamína,
m’ éfere edó s’ aftó to girogiáli.
Megálos pónos iche pési stin Elláda.
Tósa kormiá rigména sta sagónia tis thálassas,
sta sagónia tis gis. Tóses psichés
dosménes stis milópetres, san to sitári.
Ki i potami fuskónan mes sti láspi to ema
gia éna linó kimátisma, gia mia neféli,
mias petaludas tínagma, to pupulo enós kíknu,
gia éna pukámiso adianó, gia mian Eléni.
|