Περπατούσε μονάχος στου κόσμου την άκρη
ζητώντας τη φάτνη, το απόλυτο τι
στην προκούλα του χάρτη, στης Κίρκης το μάτι
που όλο και κάτι απαντάει στα γιατί
Βρίσκει κάτι φευγάτους, παράξενους γάτους
κομψούς και χορτάτους, με τρίχωμα γκρι
βουτηγμένους στη χλίδα, κατάρα του Μίδα
χωρίς καν ελπίδα για επιστροφή
Έχω μάθει, τους λέει, να μένω στο λίγο
μην τύχει και φύγω κι ακόμα ζητώ
αυτό που σας μοιάζει, μα εμένα τρομάζει
γι αυτό και την κάνω μακριά από δω
Εο, εο, αιώνας
όλους μας θέλει σε μια αγκαλιά
κι όποιος πετάει κατά μόνας
από τη κλούβα του στέλνει φιλιά
Σε μια πόλη της Δύσης, τη μέρα της κρίσης
και μην το ρωτήσεις, δεν ξέρει γιατί
βγάζει αλλόκοτους ήχους, μαυρίζει τους τοίχους
συνθήματα, στίχους πετάει στο χαρτί
Ψάχνω, γράφει, το νήμα, το πρώτο το βήμα
το αιώνιο θύμα να βρω να μου πει
πως αντέχει στη γούβα, στη μαύρη λακκούβα
να γλύφει τη φλούδα, χωρίς να ντραπεί
Έχω μάθει, τους λέει, πως κάνετε πλάτη
εσείς οι χορτάτοι, σε κόλπα χοντρά
η γκρίζα σας ράτσα την κάνει ταράτσα
κι οι άλλοι στη γούβα βουτάνε βαθειά
|
Perpatuse monáchos stu kósmu tin ákri
zitóntas ti fátni, to apólito ti
stin prokula tu chárti, stis Kírkis to máti
pu ólo ke káti apantái sta giatí
Oríski káti fevgátus, paráksenus gátus
kompsus ke chortátus, me tríchoma gkri
vutigménus sti chlída, katára tu Mída
chorís kan elpída gia epistrofí
Έcho máthi, tus léi, na méno sto lígo
min tíchi ke fígo ki akóma zitó
aftó pu sas miázi, ma eména tromázi
gi aftó ke tin káno makriá apó do
Eo, eo, eónas
ólus mas théli se mia agkaliá
ki ópios petái katá mónas
apó ti kluva tu stélni filiá
Se mia póli tis Dísis, ti méra tis krísis
ke min to rotísis, den kséri giatí
vgázi allókotus íchus, mavrízi tus tichus
sinthímata, stíchus petái sto chartí
Psáchno, gráfi, to níma, to próto to víma
to eónio thíma na vro na mu pi
pos antéchi sti guva, sti mavri lakkuva
na glífi ti fluda, chorís na ntrapi
Έcho máthi, tus léi, pos kánete pláti
esis i chortáti, se kólpa chontrá
i gkríza sas rátsa tin káni tarátsa
ki i álli sti guva vutáne vathiá
|