Σκάβουν το χώμα οι πετεινοί
σκάβουν ζητώντας την αυτή
την ώρα που στα σκοτεινά
βγαίνει η Παντέρμη και γυρνά.
Μαύρη μαυρίλα ειν’ η ψυχή της
κι ωχρό μπακίρι το πετσί της
τα στήθια της ωσάν τ’ αμόνια
που τα χτυπούν χωρίς συμπόνια.
Παντέρμη, τι ζητάς εδώ
μόνη σου δίχως σύντροφο;
Κι αν είναι κάτι που ζητώ
πε μου, σε γνοιάζει εσένανε;
Ζητάω εκείνο που ζητώ
ζητάω την ίδια εμένανε.
Παντέρμη, πες ποιος ο καημός σου
ποιος ο αγιάτρευτος καημός σου;
Ποιος ο καημός μου;
Μαύρη πίσσα εγίνη η λινή μου η πουκαμίσα
και μες στο σπίτι σαν τρελή
σούρνω το ξέπλεκο μαλλί.
Παντέρμη, λούσε το κορμί σου
λουσ’ το χελιδονόνερο
κι άσε κυρά μου την ψυχή σου
ασ’ τη να βρει αναπαμό.
Άχου, τσιγγάνικες ψυχές
κι ολόκρυφες νεροσυρμές
πίκρες μαζί και θάματα
στα μακρινά χαράματα.
|
Skávun to chóma i petini
skávun zitóntas tin aftí
tin óra pu sta skotiná
vgeni i Pantérmi ke girná.
Mavri mavríla in’ i psichí tis
ki ochró bakíri to petsí tis
ta stíthia tis osán t’ amónia
pu ta chtipun chorís sibónia.
Pantérmi, ti zitás edó
móni su díchos síntrofo;
Ki an ine káti pu zitó
pe mu, se gniázi esénane;
Zitáo ekino pu zitó
zitáo tin ídia eménane.
Pantérmi, pes pios o kaimós su
pios o agiátreftos kaimós su;
Pios o kaimós mu;
Mavri píssa egini i liní mu i pukamísa
ke mes sto spíti san trelí
surno to ksépleko mallí.
Pantérmi, luse to kormí su
lus’ to chelidonónero
ki áse kirá mu tin psichí su
as’ ti na vri anapamó.
Άchu, tsingánikes psichés
ki olókrifes nerosirmés
píkres mazí ke thámata
sta makriná charámata.
|