Όλα τα πράγματά μου έμειναν όπως
να ‘χω πεθάνει πριν από καιρούς.
Σκόνη στη σκόνη εγέμισεν ο τόπος
και γράφω με το δάκτυλο σταυρούς.
Ήταν ευτυχισμένη τότε η ώρα
ήταν ένα δείλι ζωγραφιστό.
Έχω πεθάνει τόσα χρόνια τώρα
κι έμεινε το παράθυρο κλειστό.
Όλα τα πράγματά μου αναθυμούνται
μιαν ώρα που περάσαμε μαζί
σ’ εκείνη τα βιβλία μου λησμονιούνται
σ’ εκείνη το ρολόι ακόμα ζει.
Ήταν ευτυχισμένη τότε η ώρα
ήταν ένα δείλι ζωγραφιστό.
Έχω πεθάνει τόσα χρόνια τώρα
κι έμεινε το παράθυρο κλειστό.
Δεν ξέρω δω ποιος είναι τώρα ο τόπος,
δεν ξέρω ποιος χαράζει τους σταυρούς
κι όλα τα πράγματά μου έμειναν όπως
να ‘χω πεθάνει πριν από καιρούς.
Κανένας, ούτε ο ήλιος, πια δεν μπαίνει.
Το ερημικό μου σπίτι αντιβοεί
στην ώρα κείνη ακόμα, που σημαίνει,
αυτή μονάχα, βράδυ και πρωί.
|
Όla ta prágmatá mu éminan ópos
na ‘cho petháni prin apó kerus.
Skóni sti skóni egémisen o tópos
ke gráfo me to dáktilo stavrus.
Ήtan eftichisméni tóte i óra
ítan éna dili zografistó.
Έcho petháni tósa chrónia tóra
ki émine to paráthiro klistó.
Όla ta prágmatá mu anathimunte
mian óra pu perásame mazí
s’ ekini ta vivlía mu lismoniunte
s’ ekini to rolói akóma zi.
Ήtan eftichisméni tóte i óra
ítan éna dili zografistó.
Έcho petháni tósa chrónia tóra
ki émine to paráthiro klistó.
Den kséro do pios ine tóra o tópos,
den kséro pios charázi tus stavrus
ki óla ta prágmatá mu éminan ópos
na ‘cho petháni prin apó kerus.
Kanénas, ute o ílios, pia den beni.
To erimikó mu spíti antivoi
stin óra kini akóma, pu simeni,
aftí monácha, vrádi ke pri.
|