Υπάρχει μια χώρα, τη λένε Χαμένη,
εκεί στο καλάμι φεγγάρι βλασταίνει,
κι αυτό που μαζί μας στον πάγο πεθαίνει,
μια φλόγα σκορπίζει τριγύρω και βλέπει.
Σαν βλέπει, πως έχει δυο μάτια σημαίνει,
το κάθε του μάτι μια γη φωτεινή.
Η νύχτα, η νύχτα, μ’ αλκάλι σε πλένει.
Και βλέπει, το μάτι αθώο παιδί.
Βλέπει και βλέπει, τα βλέπουμε όλα,
σε βλέπω, σε βλέπω, με βλέπεις κι εσύ.
Ο πάγος, μια φλόγα, ανασταίνεται τώρα,
προτού να τελειώσει και κλείσει η ώρα.
|
Ipárchi mia chóra, ti léne Chaméni,
eki sto kalámi fengári vlasteni,
ki aftó pu mazí mas ston págo petheni,
mia flóga skorpízi trigiro ke vlépi.
San vlépi, pos échi dio mátia simeni,
to káthe tu máti mia gi fotiní.
I níchta, i níchta, m’ alkáli se pléni.
Ke vlépi, to máti athóo pedí.
Olépi ke vlépi, ta vlépume óla,
se vlépo, se vlépo, me vlépis ki esí.
O págos, mia flóga, anastenete tóra,
protu na teliósi ke klisi i óra.
|