Σ’ ένα μαξιλάρι φεγγαράκι
το παιδί μου αποκοιμήθηκε.
Όλη η πλάση στις μύτες των ποδιών
κοιτάζει απ το παράθυρό μας
κοιτάζει το παιδί μου που κοιμήθηκε.
Όλα τα αστέρια
μια μυγδαλιά ανθισμένη αστέρια
μπρος στο παράθυρό μας
κοιτάζει το παιδί μου που κοιμήθηκε.
Ο θεός των σπουργιτιών και των παιδιών
πίσω από μια κουρτίνα λουλουδένια
κοιτάζει το παιδί μου που κοιμήθηκε.
Σιγά, μανούλα,
σιγά.
θα το ξυπνήσεις.
Τι θόρυβο που κάνει
η πορτούλα της καρδιάς σου
καθώς ανοιγοκλείνει
στον κήπο της χαράς.
|
S’ éna maksilári fengaráki
to pedí mu apokimíthike.
Όli i plási stis mítes ton podión
kitázi ap to paráthiró mas
kitázi to pedí mu pu kimíthike.
Όla ta astéria
mia migdaliá anthisméni astéria
bros sto paráthiró mas
kitázi to pedí mu pu kimíthike.
O theós ton spurgitión ke ton pedión
píso apó mia kurtína luludénia
kitázi to pedí mu pu kimíthike.
Sigá, manula,
sigá.
tha to ksipnísis.
Ti thórivo pu káni
i portula tis kardiás su
kathós anigoklini
ston kípo tis charás.
|