Φαρμακωμένος ο καιρός παραμονεύει
μες στα στενά του κάτω κόσμου να σε βρει
και δεκατρείς αιώνες άνεργος γυρεύει
την κιβωτό σου και το αίμα να σου πιει
Σε καρτερούν μαστιγωτές και συμπληγάδες
μες στα μαλάματα μια νύφη ξαγρυπνά
κι έχει στ’ αυτιά της κρεμασμένες τις Κυκλάδες
κι ειν’ το κρεβάτι της λημέρι του φονιά
Κρυφά τα λόγια τα πικρά μες το κοχύλι
κρυφά της θάλασσας τα μάγια στο βοριά
θα σβήσει κάποτε στο σπίτι το καντήλι
και μήτε πόρτα θα βρεις μήτε κλειδαριά
Του κάτω κόσμου τα πουλιά και τα παγώνια
με φως και νύχτα σου κεντούν μια φορεσιά
άνθρωποι τρίζουν κι ακονίζουν τα σαγόνια
πηδούν και τρέχουν και σε φτάνουν στα μισά
|
Farmakoménos o kerós paramonevi
mes sta stená tu káto kósmu na se vri
ke dekatris eónes ánergos girevi
tin kivotó su ke to ema na su pii
Se karterun mastigotés ke sibligádes
mes sta malámata mia nífi ksagripná
ki échi st’ aftiá tis kremasménes tis Kikládes
ki in’ to kreváti tis liméri tu foniá
Krifá ta lógia ta pikrá mes to kochíli
krifá tis thálassas ta mágia sto voriá
tha svísi kápote sto spíti to kantíli
ke míte pórta tha vris míte klidariá
Tu káto kósmu ta puliá ke ta pagónia
me fos ke níchta su kentun mia foresiá
ánthropi trízun ki akonízun ta sagónia
pidun ke tréchun ke se ftánun sta misá
|