Πάντα γλιτώνω απ’ τις κακές μου σκέψεις
απ’ τις φωνές και τις μεγάλες φασαρίες μου
Χρόνια φορτώνω
Σαν μετανάστης έφτιαξα πατρίδα μέσα από τις θεωρίες μου
αλλού τα μάτια κι αλλού τα χέρια μου
Εδώ δεν πιάνουν τα γέλια μου.
Με πόζες και σπαστά ελληνικά
γράφουν ιστορία οι “πεθαμένοι”
Με ασθενοφόρα και με περιπολικά
ξυπνάνε απ’ τ’ όνειρό τους οι “ευτυχισμένοι”
Κανείς, κανείς δεν παίρνει την ευθύνη
κανείς, κανείς μια φωτιά δε δίνει.
Φωνάζει η πόλη, πεσμένο κάστρο που έφυγαν οι φίλοι
κι αφήσαν τις σημαίες τους
Με θέλουν όλοι
Παίρνουν τηλέφωνα να μπω στις διαλυμένες τις παρέες τους
Όπως τα βρήκαν, έτσι τ’ αφήσανε
βουνά ανεβήκαν, κυλήσανε.
|
Pánta glitóno ap’ tis kakés mu sképsis
ap’ tis fonés ke tis megáles fasaríes mu
Chrónia fortóno
San metanástis éftiaksa patrída mésa apó tis theoríes mu
allu ta mátia ki allu ta chéria mu
Edó den piánun ta gélia mu.
Me pózes ke spastá elliniká
gráfun istoría i “pethaméni”
Me asthenofóra ke me peripoliká
ksipnáne ap’ t’ óniró tus i “eftichisméni”
Kanis, kanis den perni tin efthíni
kanis, kanis mia fotiá de díni.
Fonázi i póli, pesméno kástro pu éfigan i fíli
ki afísan tis simees tus
Me thélun óli
Pernun tiléfona na bo stis dialiménes tis parées tus
Όpos ta vríkan, étsi t’ afísane
vuná anevíkan, kilísane.
|