Μέσα στα ζεστά νερά
ένας δράκος με ουρά
χασμουριέται χασμουριέται,
τη ζωή του τη βαριέται.
Και λιγάκι παρά κει
κάθονται τρεις αστακοί.
Σημαδεύει, τους αρπάζει
και στην τσέπη του τους βάζει.
Δράκε δράκε πού μας πας,
μήπως θέλεις να μας φας;
Μήπως θα μας αλατίσεις
και στο φούρνο θα μας ψήσεις;
Δράκε δράκε πού μας πας,
μήπως θέλεις να μας φας;
Μη μιλάτε για φαΐ
μη φωνάζετε πολύ,
θ’ ανεβείτε στο κρεβάτι
να μου ξύσετε την πλάτη.
|
Mésa sta zestá nerá
énas drákos me urá
chasmuriéte chasmuriéte,
ti zoí tu ti variéte.
Ke ligáki pará ki
káthonte tris astaki.
Simadevi, tus arpázi
ke stin tsépi tu tus vázi.
Dráke dráke pu mas pas,
mípos thélis na mas fas;
Mípos tha mas alatísis
ke sto furno tha mas psísis;
Dráke dráke pu mas pas,
mípos thélis na mas fas;
Mi miláte gia faΐ
mi fonázete polí,
th’ anevite sto kreváti
na mu ksísete tin pláti.
|