Όπως σε θέλω σ’ ονειρεύομαι,
σβήνω τα φώτα κι αργά σε γεύομαι,
όπως σε θέλω σε φαντάζομαι,
με το μυαλό μου ξανά διχάζομαι.
Και τότε η νύχτα παίρνει διάσταση
από τον Άδη ως την Ανάσταση
κι από το λίγο μέχρι το άπειρο
και τότε η νύχτα φέγγει επ’ άπειρον
και τότε η νύχτα φέγγει επ’ άπειρον.
Όπως σε θέλω σ’ ονειρεύομαι,
μαζί σου είμαι κερί που καίγομαι,
όπως σε θέλω σε φαντάζομαι,
γίνεσαι ρούχο που το σκεπάζομαι.
Και τότε η νύχτα παίρνει διάσταση
από τον Άδη ως την Ανάσταση
κι από το λίγο μέχρι το άπειρο
και τότε η νύχτα φέγγει επ’ άπειρον
και τότε η νύχτα φέγγει επ’ άπειρον.
|
Όpos se thélo s’ onirevome,
svíno ta fóta ki argá se gevome,
ópos se thélo se fantázome,
me to mialó mu ksaná dicházome.
Ke tóte i níchta perni diástasi
apó ton Άdi os tin Anástasi
ki apó to lígo méchri to ápiro
ke tóte i níchta féngi ep’ ápiron
ke tóte i níchta féngi ep’ ápiron.
Όpos se thélo s’ onirevome,
mazí su ime kerí pu kegome,
ópos se thélo se fantázome,
ginese rucho pu to skepázome.
Ke tóte i níchta perni diástasi
apó ton Άdi os tin Anástasi
ki apó to lígo méchri to ápiro
ke tóte i níchta féngi ep’ ápiron
ke tóte i níchta féngi ep’ ápiron.
|