Το παράπονο, στο δρόμο σου, με παίρνει,
σε ζητώ, σε πονώ, σε ποθώ
και τα χείλη μου, ο πόνος, τα πικραίνει.
Με το βήμα μου αργό, τον καημό μου τραγουδώ,
τρώει τα στήθια η φωτιά, σβήνουνε τα όνειρά μου,
σβήνουνε τα όνειρά μου σαν αστέρια, από μπροστά μου,
γιατί δε με θέλεις πια,
σβήνουνε τα όνειρά μου σαν αστέρια, από μπροστά μου,
γιατί δε με θέλεις πια.
Με τον πόνο της καρδιάς μου σου μιλάω
δεν μπορώ να μην πω “σ’ αγαπώ”,
για τα μάτια τα δικά σου ξενυχτάω.
Με το βήμα μου αργό, τον καημό μου τραγουδώ,
τρώει τα στήθια η φωτιά, σβήνουνε τα όνειρά μου,
σβήνουνε τα όνειρά μου σαν αστέρια, από μπροστά μου,
γιατί δε με θέλεις πια,
σβήνουνε τα όνειρά μου σαν αστέρια, από μπροστά μου,
γιατί δε με θέλεις πια.
|
To parápono, sto drómo su, me perni,
se zitó, se ponó, se pothó
ke ta chili mu, o pónos, ta pikreni.
Me to víma mu argó, ton kaimó mu tragudó,
trói ta stíthia i fotiá, svínune ta ónirá mu,
svínune ta ónirá mu san astéria, apó brostá mu,
giatí de me thélis pia,
svínune ta ónirá mu san astéria, apó brostá mu,
giatí de me thélis pia.
Me ton póno tis kardiás mu su miláo
den boró na min po “s’ agapó”,
gia ta mátia ta diká su ksenichtáo.
Me to víma mu argó, ton kaimó mu tragudó,
trói ta stíthia i fotiá, svínune ta ónirá mu,
svínune ta ónirá mu san astéria, apó brostá mu,
giatí de me thélis pia,
svínune ta ónirá mu san astéria, apó brostá mu,
giatí de me thélis pia.
|