Στην Πειραιώς βρεθήκαμε μια μέρα
και δε θυμόμουν ούτε τ’ όνομά σου.
Σου πέταξα δειλά μια καλημέρα
και χάλασα τ’ ονειροπόλημά σου.
Είπαμε να μη χαθούμε
κι ανταλλάξαμε αριθμούς.
Μες στο πλήθος τι να πούμε
για λαχτάρες και καημούς;
Χωρίσαμε γελώντας στη Σταδίου
κι ύστερα από λίγο, τι τα θες,
εσύ ξανά ένας σκλάβος του γραφείου
κι εγώ λυγμός στης πόλης τις στοές.
Είπαμε να μη χαθούμε
κι ανταλλάξαμε αριθμούς.
Μες στο πλήθος τι να πούμε
για λαχτάρες και καημούς;
Είπαμε να μη χαθούμε
κι ανταλλάξαμε αριθμούς.
Δέκα βήματα πιο πέρα
τους πετάξαμε κι αυτούς.
|
Stin Pireós vrethíkame mia méra
ke de thimómun ute t’ ónomá su.
Su pétaksa dilá mia kaliméra
ke chálasa t’ oniropólimá su.
Ipame na mi chathume
ki antalláksame arithmus.
Mes sto plíthos ti na pume
gia lachtáres ke kaimus;
Chorísame gelóntas sti Stadíu
ki ístera apó lígo, ti ta thes,
esí ksaná énas sklávos tu grafiu
ki egó ligmós stis pólis tis stoés.
Ipame na mi chathume
ki antalláksame arithmus.
Mes sto plíthos ti na pume
gia lachtáres ke kaimus;
Ipame na mi chathume
ki antalláksame arithmus.
Déka vímata pio péra
tus petáksame ki aftus.
|